4 Απριλίου 2017 ♦ Την κυριαρχία της βιομηχανίας τροφίμων στον χώρο της μεταποίησης αποτυπώνει η μελέτη που εκπόνησε για τον κλάδο, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών.
Συγκεκριμένα, η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων καλύπτει το 1/4 (25%) του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης, με τα μεταλλικά προϊόντα (13%) και τα είδη ένδυσης (12%) να ακολουθούν.
Ταυτόχρονα, συνιστά και τον μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης, αφού σε αυτήν απασχολείται πάνω από το 1/4 (28%) του συνόλου των απασχολουμένων, έναντι ποσοστού 9% στα μεταλλικά προϊόντα και 6% στα είδη ένδυσης.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, το 2011, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού Τροφίμων και Ποτών, στο σύνολο της απασχόλησης στη μεταποίηση, βρισκόταν στο 28%, ενώ σταδιακά, μέχρι το 2016, έφθασε στο 36%.
Η άνοδος αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων στην εγχώρια μεταποίηση μέχρι το 2014. Συγκεκριμένα, η πτώση του αριθμού των απασχολούμενων στο σύνολο της μεταποίησης της χώρας από το 2011 έως το 2014, καταγράφει σωρευτικές απώλειες της τάξης του 23%, όταν η αντίστοιχη σωρευτική μεταβολή στα τρόφιμα και ποτά είναι κατά πολύ χαμηλότερη (-1%). Έτσι, το μερίδιο των απασχολουμένων των τροφίμων και ποτών, ως προς το σύνολο του μεταποιητικού τομέα, παραμένει σε υψηλά επίπεδα για 3η συνεχόμενη χρονιά.
Το 2016, οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών αυξάνονται κατά 4%, φθάνοντας περίπου τους 125.000. Αντίστοιχη, κατά το ίδιο έτος, είναι και η άνοδος στο σύνολο της μεταποίησης.
Από τους υποκλάδους των τροφίμων και ποτών, το 2016 σχεδόν όλοι παρουσιάζουν αυξημένο αριθμό εργατικού δυναμικού. Συγκεκριμένα, η υψηλότερη άνοδος σημειώνεται στις ζωοτροφές (60%), αλλά και τα φρούτα και λαχανικά που αποτελούν τον δεύτερο μεγαλύτερο εργοδότη του τομέα, με εργατικό δυναμικό που αυξήθηκε κατά 20% το 2016, ξεπερνώντας τους 15.000 εργαζόμενους.
Τα είδη αρτοποιίας, ο υποκλάδος με τους περισσότερους εργαζόμενους (σχεδόν 57.000 το 2016), καταγράφει άνοδο της τάξης του 4% το 2016, σε σχέση με το 2015. Τα γαλακτοκομικά παρουσιάζουν άνοδο της απασχόλησης κατά 12% το 2016, με 11,2 χιλ. εργαζόμενους, ενώ σημαντική είναι η αύξηση του εργατικού δυναμικού στα προϊόντα αλευρόμυλων (14,7%), με τον αριθμό των απασχολούμενων να αγγίζει τους 3,4 χιλ. εργαζομένους.
Εξαίρεση στην ανοδική πορεία της απασχόλησης του τομέα το 2016, αποτελούν τα άλλα είδη διατροφής, όπου ο αριθμός των απασχολούμενων συρρικνώθηκε κατά 16%, ξεπερνώντας ωστόσο τις 10,5 χιλ. εργαζόμενους.
Τα έλαια και λίπη, καθώς και το κρέας, σημείωσαν μείωση του εργατικού δυναμικού τους κατά 1,1% και 1,5% αντίστοιχα. Πτωτική τάση στο εργατικό δυναμικό καταγράφεται και στα ψάρια (-4,1%), ενώ σχεδόν σταθερός παραμένει ο αριθμός των εργαζόμενων στην ποτοποιία.
Η παρουσία της βιομηχανίας τροφίμων είναι επίσης θεμελιώδους σημασίας υπό καθαρά οικονομικούς όρους, αφού βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους κλάδους της μεταποίησης, με την αξία παραγωγής να αγγίζει το 20%, την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία να ξεπερνά το 26%, ενώ καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση και σε όρους κύκλου εργασιών (σχεδόν 22%, με πρώτα τον οπτάνθρακα και προϊόντα διύλισης με 33%)
Σε όρους τιμών, από τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή Τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών, προκύπτει ότι η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του εγχώριου δείκτη το 2016, σε σχέση με το 2015, είναι οριακά αρνητική (-0,1%). Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα βρίσκονται στα ίδια επίπεδα το 2016.
Ως προς τις ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή στα επιμέρους σχετιζόμενα με τα τρόφιμα αγαθά, το 2016 καταγράφεται στην Ελλάδα πτώση τιμών στο κρέας (-0,7% από -0,1% το 2015), στο γάλα, τυρί και αυγά (-1,9% από 0% το 2015), στα φρούτα (-5,2% από 2,8% το 2015) και τα λαχανικά (-2,4% από 6,1% το 2015).
Από τα μη αλκοολούχα ποτά, στα αναψυκτικά, χυμούς, μεταλλικό νερό, καταγράφεται μείωση τιμών και το 2016 (-0,7% από -1,9% το 2015). Στα υπόλοιπα αγαθά, η τάση είναι θετική, εντονότερα και πάλι στα έλαια και λιπαρά (5,9% από 8,8% το 2015) και τα λοιπά είδη (4,6% από 5,7% το 2015).
Στα μη αλκοολούχα, αύξηση τιμών, αλλά μικρότερη σε σχέση με το 2015, καταγράφεται στον καφέ, τσάι, κακάο (4,6% από 5,7% το 2015), ενώ στα αλκοολούχα ποτά, η τάση μεταβολής των τιμών είναι αυξητική, κυρίως στη μπύρα (7,7% από 7,7%).
Όπως επισημαίνεται στην μελέτη, οι αυξήσεις στις τιμές το 2016 σε συγκεκριμένα είδη τροφίμων και ποτών ενσωματώνουν όπως είναι αναμενόμενο και τις αλλαγές στο φόρο προστιθέμενης αξίας.
Μ.Τσιβγέλη
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ