11 Ιουνίου 2017 ♦ Εκατό χρόνια από την ίδρυσή της συμπληρώνει εφέτος η ΑΜΒΥΞ ΑΕ, η μεγαλύτερη αμιγώς ελληνική εταιρεία εισαγωγής και διανομής αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα και τα γιορτάζει με τους καλύτερους οιωνούς.
Η ιστορία της ΑΜΒΥΞ αρχίζει το 1917 όταν ο Αλβέρτος Ρεβάχ, μαζί με δύο άλλους συνεργάτες, ιδρύουν μία μικρή εμπορική / εισαγωγική εταιρεία στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα, η ΑΜΒΥΞ αντιπροσωπεύει 70 και πλέον κορυφαία διεθνή και ελληνικά brands αλκοολούχων ποτών (συμπεριλαμβανομένης της μπίρας, της σαμπάνιας και του κρασιού), μέσα από ένα ανεπτυγμένο δίκτυο 700 χονδρεμπόρων.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιάννης Αρτινός, Γενικός Διευθυντής της ΑΜΒΥΞ, από το 2012 έως το 2016, εν μέσω της βαθιάς οικονομικής ύφεσης, η εταιρεία σημείωσε αύξηση 60% στον κύκλο των εργασιών της και διπλασίασε το μερίδιο αγοράς με αποτέλεσμα να αναδειχθεί η Νο1 ελληνική εταιρεία στην κατηγορία των αλκοολούχων ποτών, ενώ συγχρόνως διεύρυνε κατά 15% το ανθρώπινο δυναμικό της. Το 2016 αποτέλεσε μια εξίσου δυναμική χρονιά, καθώς η ΑΜΒΥΞ κατέγραψε ανάπτυξη τζίρου 40%, συμπεριλαμβάνοντας και την προσθήκη των προϊόντων της Bacardi στο χαρτοφυλάκιο της. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν νέα τμήματα και δομές, καθώς και νέες θέσεις εργασίας.
Εστιάζοντας στα προβλήματα του κλάδου ο κ. Αρτινός επισημαίνει ότι η αγορά των αλκοολούχων έχει πληγεί σημαντικά, έχοντας χάσει το 55% της αξίας της μέσα τα τελευταία 10 χρόνια. Ένα μέρος αυτού οφείλεται στο συρρικνωμένο διαθέσιμο εισόδημα του Έλληνα καταναλωτή, αλλά κυρίως οφείλεται στην κρατική υπερφορολόγηση και στο λαθρεμπόριο.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι ο κλάδος υποστηρίζεε ότι μια αποφορολόγηση των αλκοολούχων προϊόντων θα αύξανε τους όγκους και θα απέφερε περισσότερα έσοδα στα Δημόσια Ταμεία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι αυτή η δραματική αύξηση των φόρων, λόγω της μείωσης των όγκων απέφερε σε φόρους περίπου τα ιδία έσοδα με αυτά του 2008 όταν οι φόροι ήταν περίπου στο μισό.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Γιάννη Αρτινού, Γενικού Διευθυντή της ΑΜΒΥΞ.
ΕΡ Η εταιρεία ΑΜΒΥΞ συμπλήρωσε εφέτος 100 χρόνια επιτυχημένης πορείας στην ελληνική αγορά. Τι σηματοδοτεί αυτό για την οικογένεια της ΑΜΒΥΞ;
ΑΠ Ο εφετινός εορτασμός των 100 χρόνων αποτελεί για όλη την οικογένεια της ΑΜΒΥΞ το πιο σπουδαίο ορόσημο στην μακρόχρονη ιστορία της εταιρείας μας. Ήταν ένας αιώνας γεμάτος προκλήσεις, επιτυχίες αλλά και δύσκολες συνθήκες. Αισθανόμαστε πραγματικά υπερήφανοι αλλά ταυτόχρονα φέρουμε και μια μεγάλη ευθύνη απέναντι στην ιστορία μας και στη μελλοντική μας πορεία.
ΕΡ Πως βλέπετε την πορεία της ελληνικής οικονομίας και πόσο φιλικό είναι το επιχειρηματικό/επενδυτικό περιβάλλον της χώρας. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να αλλάξει προς αυτή τη κατεύθυνση;
ΑΠ Η πολιτική επικαιρότητα, όπως εξελίσσεται αυτή τη στιγμή, μας αναγκάζει να είμαστε πολύ συγκρατημένοι στις προβλέψεις μας λόγω του νομοθετικού και φορολογικού πλαισίου τα οποία δυσχεραίνουν το επιχειρείν. Ευελπιστούμε στην θετική επίδραση της τουριστικής περιόδου.
ΕΡ Ποια είναι η εικόνα της εταιρείας τη χρονιά που πέρασε αναφορικά με τα οικονομικά αποτελέσματα, νέα προϊόντα, επενδύσεις και μερίδια αγοράς. Ποια είναι η εικόνα για το πρώτο τετράμηνο 2017;
ΑΠ Το 2016 ήταν μια ιδιαίτερα δυναμική χρονιά. Στο σύνολο της η εταιρεία κατέγραψε ανάπτυξη τζίρου 40%, συμπεριλαμβάνοντας και την προσθήκη της Bacardi στο χαρτοφυλάκιο μας, ενώ το ποσοστό αύξησης τζίρου χωρίς την Bacardi είναι 10%. Δημιουργήσαμε νέα τμήματα και δομές, προσθέσαμε +15% νέες θέσεις εργασίας, φέρνοντας νέες δεξιότητες και ιδέες στο τρόπο λειτουργίας μας και βάζοντας ακόμα πιο στέρεες βάσεις για το μέλλον.
Το 2017, ξεκίνησε εξίσου δυναμικά καταγράφοντας 45% ανάπτυξη στο πρώτο τετράμηνο του έτους. Βάσει τζίρου η Άμβυξ είναι η Νο 1 ελληνική εταιρεία στον κλάδο των αλκοολούχων ποτών και η Νο 2 σε κατάταξη ανταγωνιζόμενη και ξεπερνώντας άλλες πολυεθνικές εταιρείες. Παρά τις δύσκολες συνθήκες του επιχειρείν στην Ελλάδα, μέχρι στιγμής έχουμε ανταποκριθεί επαξίως, γεγονός που μας κάνει να αισιοδοξούμε για το μέλλον.
ΕΡ Ποια είναι η πολιτική της εταιρείας αναφορικά με τους εργαζόμενους και πόσο έχει αλλάξει λόγω της οικονομικής κρίσης; Πόσα άτομα απασχολεί η εταιρεία και πως επιβραβεύει τους εργαζόμενους τις κερδοφόρες χρήσεις;
ΑΠ Αυτή τη στιγμή η ΑΜΒΥΞ απασχολεί 130 εργαζομένους. Παρά τις προκλήσεις, την περίοδο 2012-2016 η εταιρεία αύξησε το ανθρώπινο δυναμικό της κατά 20%, επιβεβαιώνοντας την ανοδική της πορεία. Η Άμβυξ είναι από τις λίγες εταιρείες που μέσα στην κρίση δεν προχώρησε σε μειώσεις μισθών και φροντίζει να μοιράζει μέρος των κερδών της στους εργαζομένους της.
ΕΡ Πως διαμορφώνονται οι στόχοι της διοίκησης για την πορεία της εταιρείας τα επόμενα χρόνια; Σε ποιους τομείς εστιάζεται η στρατηγική της ανάπτυξη και ποιο είναι το όραμα;
ΑΠ Έχοντας αναπτύξει στέρεες βάσεις και σημαντική τεχνογνωσία, η ΑΜΒΥΞ παραμένει προσηλωμένη στους 3 πυλώνες ανάπτυξης της: την υγιή ανάπτυξη των προϊόντων της, την δημιουργία υπεραξίας για τους συνεργάτες της και την ενδυνάμωση δεξιοτήτων των ανθρώπων της. Μέσα από αυτές τις δοκιμασμένες στρατηγικές, στοχεύει στα επόμενα 3 χρόνια να είναι η Νο1 εταιρία του κλάδου των ποτών στην Ελλάδα.
ΕΡ Ποιες είναι η ημερομηνίες που αποτέλεσαν σταθμό στην εξέλιξη της ΑΜΒΥΞ;
ΑΠ Θα απαριθμήσω μόνο μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές, ξεκινώντας από την επανίδρυση της εταιρείας στην Αθήνα, το 1946, μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα, έφεραν πολύ σημαντικές συνεργασίες σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, όπως τη Moet, το Campari και το whisky Grant’s. Το 1976, η εταιρεία μετονομάστηκε πλέον σε «ΑΜΒΥΞ Α.Ε.» και ανέλαβε μερικά από τα πιο εμβληματικά brands:
- 1984: Εισάγουμε ξανά μετά από 40 χρονιά το Perrier. (Φεύγει από την ΑΜΒΥΞ το 2000 λόγω εξαγοράς της μάρκας από την Nestle).
- 1989: Εισάγουμε για πρώτη φόρα την μπύρα Bud) από την Αμερική.
- 1989: Εισάγουμε και λανσάρουμε στην Ελλάδα την Βότκα ABSOLUT. (Φεύγει από την ΑΜΒΥΞ το 2009 λήγω εξαγοράς της μάρκας από την Pernod - Ricard).
- 1995: Παίρνουμε την αποκλειστικότητα των προϊόντων της Jim Beam.
- 1995: Μετά από 35 χρόνια ξανά-παίρνουμε την αποκλειστικότητα των προϊόντων της Grant’s – Glenfiddich.
- 2009: Αποχωρεί η Absolut λόγω εξαγοράς από την Pernod – Ricard και συχγρόνως εξαγοράζουμε την Βότκα Serkova.
- 2009: Ξεκινάμε να διανέμουμε κρασιά του Ελληνικού Αμπελώνα με κυρίαρχο το Κτήμα ΑΛΦΑ και το Κτήμα Αργυρού.
- 2010: Μεγαλώνουμε την συνεργασία μας με την Anheuser-Busch-Inbev με τις μπύρες Stella Artois, Beck’s κλπ.
- 2016: Διακόπτουμε την σχέση μας μετά από 99 χρόνια με την Campari.
- 2016: Συνάπτουμε σχέση αποκλειστικής διανομής όλων των προϊόντων της Bacardi (το Bacardi, Martini το whisky Dewar’s, την Vodka Grey Goose, το Gin Bombay και πολλές άλλες γνώστες μάρκες)
ΕΡ Πως έχει διαμορφωθεί η ελληνική αγορά αλκοολούχων ποτών και σε ποιο βαθμό έχει επηρεαστεί από την υπερφορολόγηση.
ΑΠ Δυστυχώς η αγορά των αλκοολούχων έχει πληγεί σημαντικά, έχοντας χάσει το 55% της αξίας της μέσα τα τελευταία 10 χρόνια. Ένα μέρος αυτού οφείλεται στο συρρικνωμένο διαθέσιμο εισόδημα του Έλληνα καταναλωτή, αλλά κυρίως στην κρατική υπερφορολόγηση. Για ένα προϊόν 18 ευρώ στο ράφι ενός σούπερ μάρκετ, τα 12 ευρώ πηγαίνουν στο κράτος σαν φόροι (ΕΦΚΟΠ και ΦΠΑ) και από τα υπόλοιπα 6 ευρώ πρέπει να κερδίσει ο λιανέμπορος, ο διανομέας και ο παραγωγός…..
ΕΡ Ποια είναι η εικόνα του κλάδου αναφορικά με το λαθρεμπόριο και ποιες κατηγορίες ποτών είναι αυτές που έχουν πληγεί περισσότερο.
ΑΠ Η παράνομη εισαγωγή (λαθρεμπόριο) μεγάλων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών γίνεται κυρίως από την Βουλγαρία, όπου οι φόροι είναι στο 1/5 αυτών που ισχύουν στην Ελλάδα, και κάποιοι αγοράζουν ποτά εκεί (με τον εκεί φόρο) και τα φέρνουν στην Ελλάδα καθώς τα σύνορα είναι ΕΕ και η διέλευση είναι ελεύθερη. Αλλά δυστυχώς δεν σταματάει εκεί. Παράνομη εισαγωγή γίνεται και από άλλες χώρες, μέσω θαλάσσης, σε containers όπου τα ποτά έχουν κρυφτεί πίσω από άλλο είδος (π.χ. ξυλεία…) και δεν δηλώνονται. Παράλληλα, παράνομη παραγωγή επώνυμων ποτών γίνεται και σε μικρά εργαστήρια όπου χρησιμοποιούνται αδειασμένες φιάλες και ξαναγεμίζονται με προϊόν φτιαγμένο εκεί, με όποιον τρόπο μπορεί να φανταστεί ο καθένας, οι λεγόμενες «μπόμπες». Τέλος, πολύ σημαντικό είναι και το θέμα του χύμα τσίπουρου, η κατανάλωση του οποίου έχει εκτιναχτεί σε απίστευτες ποσότητες, και το οποίο παράγεται όχι από τους νόμιμους αποσταγματοποιούς, αλλά από κάποιους οι οποίοι και δεν τηρούν την νομοθεσία περί παράγωγης «τσίπουρου», δεν ελέγχονται υγειονομικά, και δεν υπάρχει ιχνηλασιμότητα σε περίπτωση που δημιουργηθεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Αλλά κυρίως ότι, όλες αυτές οι ποσότητες που ξεπερνούν κατ’ εκτίμηση και των αρχών αλλά και δικών μας εκτιμήσεων τα 22.000.000 λίτρα, με απώλειες φόρων για το Δημόσιο που εγγίζουν τα 300 εκατ ευρώ, αλλά και την δημιουργία ενός αθέμιτου ανταγωνισμού άνευ προηγουμένου.
ΕΡ Τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνει η πολιτεία για την καλύτερη αντιμετώπιση των δύο παραπάνω φαινομένων και τι ζητούν οι εκπρόσωποι του κλάδου προς αυτή τη κατεύθυνση;
ΑΠ Εμείς σαν κλάδος υποστηρίζουμε ότι μια αποφορολόγηση των προϊόντων μας θα αύξανε τους όγκους και θα απέφερε περισσότερα έσοδα στα Δημόσια Ταμεία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι αυτή η δραματική αύξηση των φόρων, λόγω της μείωσης των όγκων απέφερε σε φόρους περίπου τα ιδία έσοδα με αυτά του 2008 όταν οι φόροι ήταν περίπου στο μισό.
ΕΡ Πόσο έχουν αλλάξει οι συνήθειες των καταναλωτών λόγω της οικονομικής κρίσης; Ποιο κανάλι κατανάλωσης ενισχύεται και ποιο αποδυναμώνεται;
ΑΠ Από το 2008 και μετά, ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών έχει υποστεί μείωση που αγγίζει το 55% στον όγκο που κατέγραφε το 2007. Η αύξηση των φόρων, του ΕΦΚ κατά 125% και του ΦΠΑ από 19%, σε 21%, σε 23% και τέλος σε 24%, αύξησε την φορολογική επιβάρυνση που είχε μια φιάλη μέσου ποτού στο ράφι από 50% σε 70% της τιμής του.
Σε συνδυασμό με την μείωση του μέσου εισοδήματος και την ανάγκη του Έλληνα να μειώσει τις δαπάνες του «κόβοντας» διασκέδαση, εξόδους, αλλά και αγορές μη απολύτως αναγκαίων πραγμάτων, οδηγηθήκαμε σε αυτή την μείωση του 55% του συνολικού όγκου. Το on trade αντιμετωπίζει αναμφίβολα πολύ μεγαλύτερες απώλειες από το off trade. Συγκεκριμένα, το on trade έχει χάσει το 38% από το μείον 55% και το off trade έχει χάσει το υπόλοιπο 17%, δηλαδή θα μπορούσε να πει κανείς τα 2/3 από την εστίαση και το 1/3 από την κατανάλωση στο σπίτι
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ