Tου Martin Dermine*
2 Σεπτεμβρίου 2017 ♦ Το σκάνδαλο με τα μολυσμένα αυγά, δεν αποτελεί το πρώτο περιστατικό που συνδέεται με το Fipronil. Το εντομοκτόνο έγινε διάσημο, μαζί με τα λιγότερο γνωστά νεονικοτινοειδή, που ήταν υπεύθυνα για το θάνατο εκατομμυρίων μελισσών στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα τοξικό για τα έντομα, καθιστά το Fipronil άκρως αποτελεσματικό και ευρέως διαδεδομένο. Ως εκ τούτου, έχει χρησιμοποιηθεί σε καλλιέργειες, καθώς πολύ χαμηλές δόσεις εφαρμόζονταν στους σπόρους, με στόχο να καταπολεμήσουν τα παράσιτα και ταυτόχρονα τις μολυσμένες μέλισσες που επικονιάζουν τα φυτά. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιόρισε τη χρήση του εν λόγω εντομοκτόνου, ενώ φέτος η BASF αποφάσισε να μην υποβάλλει αίτηση για ανανέωση της ευρωπαϊκής άδειας που αφορά τις υπόλοιπες εγκεκριμένες χρήσεις.
Αυτό το μήνα παρατηρούμε μια επανάληψη του σκανδάλου, που αυτή τη φορά δεν συνδέεται με τις μέλισσες, αλλά με την ανθρώπινη υγεία. Οι άνθρωποι καταναλώνουν προϊόντα που περιλαμβάνουν το απαγορευμένο εντομοκτόνο, εξαιτίας ενός μοντέλου γεωργικής παραγωγής, το οποίο παρουσιάζεται παραπλανητικά στους καταναλωτές ως ασφαλές και οικονομικά προσιτό.
Ειδικότερα, ο πληθυσμός της ΕΕ προσλαμβάνει κατάλοιπα εντομοκτόνων μέσω τροφίμων, κυρίως από φρούτα και λαχανικά, καθώς και μέσω των αυγών ή του γάλακτος. Επιπλέον, εκτός από τη μόλυνση με το Fipronil, η ποιότητα των τροφίμων που παράγεται από τη συμβατική γεωργία είναι χαμηλότερη συγκριτικά με γεωργικές πρακτικές πιο φιλικές προς τη φύση: λιγότερες βιταμίνες, αντιοξειδωτικά και μικροθρεπτικά συστατικά.
Η ομοσπονδιακή υγειονομική υπηρεσία του Βελγίου υποστηρίζει σθεναρά ότι δεν έχει βρέθηκαν ίχνη Fipronil στη διάρκεια τακτικών ελέγχων των αυγών, διότι δεν αποτελεί εγκεκριμένη ουσία. Συνεπώς, υπάρχει το ενδεχόμενο οι μολύνσεις με μη επιτρεπόμενες ουσίες να συμβαίνουν τακτικά και έτσι είναι αδύνατο να ισχυριστούμε, ότι η εντατική γεωργία με χρήση χημικών δεν καθίσταται άκρως επισφαλής!
Η κρίση αυτή καταδεικνύει ένα μη βιώσιμο, ρυπογόνο και επικίνδυνο μοντέλο στον τομέα της γεωργίας. Σήμερα ακούμε συχνά: «Πού αποτυγχάνουν οι έλεγχοι και η επικοινωνία;», ενώ η σωστή ερώτηση θα ήταν: «γιατί χρειαζόμαστε αυτές τις τοξικές ουσίες, για να παράγουμε τα τρόφιμά μας;» Ο τομέας της αγροτικής βιομηχανίας παρουσιάζει τη χρήση χημικών ως ασφαλή μέθοδο για την παραγωγή τροφίμων, παρόλο που αρκετές έρευνες αναφέρουν, ότι η χρόνια έκθεση σε χαμηλές δόσεις παρασιτοκτόνων έχει βλαβερές επιπτώσεις, για παράδειγμα, στο ορμονικό και ανοσοποιητικό μας σύστημα. Το Fipronil σε χαμηλές δόσεις ενδέχεται να προκαλέσει νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Έτσι, όταν οι ρυθμιστικές αρχές προσπαθούν να καθησυχάσουν τους πολίτες σχετικά με το γεγονός, ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος, θα πρέπει να ακούσουμε και την άποψη της επιστήμης.
Επιπλέον, έχει αποδειχθεί ότι οι υψηλές πυκνότητες του ίδιου φυτού (μονοκαλλιέργεια) ή του ίδιου ζωικού είδους ευνοούν τα παράσιτα. Η μονοκαλλιέργεια αποτελεί μη φυσική μέθοδο και, ως εκ τούτου, καθίστανται απαραίτητες οι τεχνητές μέθοδοι. Η σύγκριση μπορεί να συνεχιστεί με την εντατική παραγωγή χοιρινού και γάλακτος που οδηγεί σε πολλαπλασιασμό βακτηριδίων. Ας σταματήσουμε όμως τις συγκρίσεις, καθώς ολόκληρο το σύστημα συμβατικής γεωργίας βασίζεται στο ίδιο μοντέλο συγκέντρωσης ενός ζωικού ή φυτικού είδους.
Η διατροφή αποτελεί το θεμέλιο της υγείας μας και υπάρχουν τρόποι παραγωγής τροφίμων χωρίς εντομοκτόνα και φυτοφάρμακα. Για παράδειγμα, ο τομέας οινοπαραγωγής εξελίσσεται σιγά-σιγά προς ένα μοντέλο χωρίς εντομοκτόνα, προς όφελος της υγείας των εργαζομένων, των καταναλωτών καθώς και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η κτηνοτροφία πρέπει να ακολουθήσει παρόμοια πορεία: οι επιστημονικές γνώσεις αναφορικά με τη βιολογία των παρασίτων και των τεχνικών διαχείρισης, επιτρέπουν την αποφυγή της χρήσης συνθετικών χημικών ουσιών. Επιπλέον, απαιτείται νέα γεωργική επανάσταση, με μικρότερες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, περισσότερο διαφοροποιημένες, ώστε να αποφεύγονται οι μονοκαλλιέργειες. Στόχος είναι οι εκμεταλλεύσεις να προσανατολίζονται προς τον καταναλωτή και όχι προς την αγορά, ώστε να αυξήσουν την ποιότητα των προϊόντων, παρά τα κέρδη.
Στη Δυτική Ευρώπη, τα μικρής κλίμακας αγροκτήματα σημειώνουν ταχεία ανάπτυξη. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να προωθηθεί έντονα από ευρωπαϊκές πολιτικές, όπως την Κοινή Αγροτική Πολιτική ή τα ερευνητικά προγράμματα του «Horizon 2020». Δημιουργούν, ακόμη, περισσότερες θέσεις εργασίας εν συγκρίσει με τη βιομηχανική γεωργία, δεν βλάπτουν το περιβάλλον, παράγουν υγιεινά και μη μολυσμένα τρόφιμα και συμμετέχουν στην τοπική οικονομία, συμβάλλοντας στην αυτάρκεια της Ευρώπης.
Η αναμόρφωση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής πρόκειται να τεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το γεγονός αυτό αποτελεί την κατάλληλη ευκαιρία να συζητήσουμε τρόπους προώθησης τέτοιων μοντέλων στο τομέα γεωργίας, για να αποφύγουμε περαιτέρω σκάνδαλα. Ο διάλογος αυτός θα ήταν εξαιρετικά γόνιμος και ευεργετικός για την ΕΕ, όσον αφορά την απασχόληση, την υγεία και την ποιότητα του περιβάλλοντος.
*Ο Martin Dermine είναι κτηνίατρος, μελισσοκόμος και συντονιστής στο Pesticide Action Network (PAN) Europe
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ