του Nicolas Colin (*)
Στην οικονομική πολιτική, πολλοί είναι αυτοί που καταφεύγουν στις εναλλακτικές λύσεις του παρελθόντος: λιτότητα ή ελλείμματα, επιχειρήσεις ή νοικοκυριά, πολιτική της προσφοράς ή πολιτική της ζήτησης.
18 Αυγούστου 2017 ♦ Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα διλήμματα οδηγούν σήμερα σε αδιέξοδα.
Από την πλευρά της ζήτησης, η άποψη είναι γνωστή: πρέπει να μεταφέρονται περισσότερα χρήματα προς τα νοικοκυριά, ώστε να μπορούν να καταναλώνουν περισσότερο, κάτι που θα οδηγήσει στην ανάκαμψη της οικονομίας. Η άποψη αυτή, όμως, διαψεύδεται από τα γεγονότα, όπως δείχνουν και τα στοιχεία του εξωτερικού εμπορίου. Οι γαλλικές επιχειρήσεις είναι ανίκανες να επενδύσουν ώστε να ακολουθήσουν την αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Η οικονομική ανάκαμψη αυτής της εποχής δεν συνοδεύεται λοιπόν από αύξηση των οικονομικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, αλλά από αύξηση των εισαγωγών. Η στήριξη της ζήτησης είναι μια ευλογία …για τις ξένες επιχειρήσεις.
Από την πλευρά της προσφοράς, το τροπάριο είναι εξίσου γνωστό: πρέπει να μειωθούν τα φορτία και να γίνει πιο ευέλικτη η αγορά εργασίας, ώστε οι επιχειρήσεις να γίνουν πιο ανταγωνιστικές στην παγκόσμια οικονομία. Πρέπει επίσης να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες και οι φόροι που εμποδίζουν την παραγωγή. Όμως κι εδώ όλα εξαρτώνται από το εμπορικό ισοζύγιο. Η Γαλλία δεν είναι Γερμανία. Το γεγονός ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Γαλλίας είναι ελλειμματικό, σε αντίθεση με εκείνο της Γερμανίας, σημαίνει ότι οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν ζωτική ανάγκη από την εγχώρια ζήτηση. Αν τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και οι κρατικοί οργανισμοί δαπανούν λιγότερα στη Γαλλία, οι γαλλικές επιχειρήσεις τα πηγαίνουν χειρότερα.
Για να βγούμε από αυτά τα αδιέξοδα, πρέπει να επιστρέψουμε στις πηγές της σύγχρονης μακροοικονομικής σκέψης και να συνειδητοποιήσουμε τον βαθμό στον οποίο η σκέψη αυτή είναι συνδεδεμένη με το ξεπερασμένο παράδειγμα της φορντικής οικονομίας. Τη δεκαετία του 1920, για πρώτη φορά από τη βιομηχανική επανάσταση, οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν να παράγουν σύνθετα αγαθά που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό. Οι επικεφαλής των βιομηχανιών όπως ο Χένρι Φορντ βρέθηκαν αντιμέτωποι με μεγάλες προκλήσεις: να μειώσουν το κόστος παραγωγής, να αυξήσουν την ποιότητα και την αντοχή των προϊόντων, να διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών στο χρήμα.
Ένα πρόβλημα, όμως, παρέμεινε άλυτο: η αστάθεια των αγορών. Οι μεγάλες αυτές φορντικές επιχειρήσεις αντιμετώπισαν επανειλημμένα κραδασμούς στη ζήτηση. Καθώς οι καταναλωτές σταματούσαν ξαφνικά να αγοράζουν τα προϊόντα τους, οι επιχειρήσεις έπρεπε να απολύουν κατά χιλιάδες τους εργάτες τους και να κλείνουν τα εργοστάσιά τους. Όταν οι βιομήχανοι κατάλαβαν πόσο ασταθής ήταν η ζήτηση από τα νοικοκυριά, συνειδητοποίησαν το προφανές: ότι δεν μπορούσαν να κάνουν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό των επενδύσεών τους. Το 1929, ο φαύλος κύκλος της αστάθειας της ζήτησης και της μείωσης των επενδύσεων οδήγησε τον πλανήτη στη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση του 20ού αιώνα.
Αυτό που επέτρεψε την έξοδο από το τέλμα ήταν η σκέψη του Τζον Μέιναρντ Κέινς. Την ώρα που η κρατική παρέμβαση στην οικονομία αντιμετωπιζόταν με καχυποψία, ο μεγάλος οικονομολόγος του Κέιμπριτζ απέδειξε ότι ήταν απαραίτητη. Μόνο το Κράτος μπορούσε να στηρίξει μια οικονομία σε κρίση, χάρις στη δημόσια δαπάνη και στη νομισματική πολιτική. Μόνο το Κράτος μπορούσε να σταθεροποιήσει μια οικονομία σε ανάπτυξη, χάρις σε θεσμούς όπως το εργασιακό δίκαιο, η κοινωνική προστασία και ο έλεγχος του τραπεζικού τομέα. Χάρις στο διανοητικό πλαίσιο που συνέλαβε ο Κέινς, οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις μπόρεσαν να προστατευθούν από τον θανάσιμο εχθρό τους: την αστάθεια της μαζικής κατανάλωσης.
Αφού συνέβαλε στη μεγάλη ευημερία της Ενδοξης Τριακονταετίας, το κεϊνσιανό μοντέλο αποδυναμώθηκε τη δεκαετία του ’80 λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου και της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου. Μια νέα ορθοδοξία επιβλήθηκε, ο μονεταρισμός, οδηγώντας σε ρήξη με τις αρχές του κεϊνσιανισμού και δίνοντας έμφαση στην πολιτική της προσφοράς.
Δεν ζούμε πλέον στη δεκαετία του ’20 ούτε στον εικοστό αιώνα, που ενέπνευσαν τον κεϊνσιανισμό. Δεν ζούμε όμως ούτε στη δεκαετία του ’70, που είδε να θριαμβεύει ο μονεταρισμός. Σήμερα, τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε είναι καινούργια. Υπάρχει η τρομερή πίεση που ασκεί η ψηφιακή οικονομία στις τιμές, και άρα στα εισοδήματα των εργαζομένων. Υπάρχει επίσης το γεγονός ότι οι ψηφιακές επιχειρήσεις δεν καταφέρνουν να δημιουργήσουν μαζικά θέσεις εργασίας γιατί προσκρούουν σε θεσμικά εμπόδια που υπερασπίζονται με πάθος οι παραδοσιακές επιχειρήσεις.
Την ώρα που εγκαταλείπουμε τη φορντική οικονομία για να εισέλθουμε στην ψηφιακή οικονομία, αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένας νέος Τζον Μέιναρντ Κέινς, που θα μπορέσει να συλλάβει ένα νέο διανοητικό πλαίσιο για τη μακροοικονομική πολιτική και να επιτρέψει στους κυβερνώντες να βγουν από τα αδιέξοδα. Πού βρίσκεται αυτός ο νέος Κέινς; Είμαστε έτοιμοι να τον ακούσουμε;
(*) O Νικολά Κολέν είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού
Πηγή: L’Obs - ΑΠΕ-ΜΠΕ
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «γνώμες - απόψεις» δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του bitcoinnews.gr.