του Γιάννη Α. Μυλόπουλου*
Η παραδοχή της ισόρροπης ανάπτυξης
5 Ιουνίου 2017 ♦ Η παλαιά θεώρηση που ήθελε τη γη να μοιάζει με έναν κήπο, ο οποίος όσο περισσότερο θα καλλιεργούνταν, τόσο μεγαλύτερη θα ήταν η καρποφορία του, έχει σήμερα υπερβεί τα όριά της. Οι μη αντιστρεπτές συνέπειες της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των περιβαλλοντικών συστημάτων, με την εξάντληση και την υποβάθμιση των φυσικών πόρων, την υπερθέρμανση και την κλιματική αλλαγή, υπογραμμίζουν την ανάγκη σχεδιασμού μιας νέας αναπτυξιακής πορείας, με σεβασμό στα όρια και τους περιορισμούς που θέτει η φύση.
Περιβάλλον και Ανάπτυξη είναι σήμερα κοινά αποδεκτό ότι αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Το Περιβάλλον, με τους φυσικούς και ενεργειακούς πόρους, το κλίμα, το νερό, το έδαφος και την ατμόσφαιρα, την πανίδα και τη χλωρίδα, στηρίζει κατά απόλυτο τρόπο την Ανάπτυξη, καθώς καμία οικονομική δραστηριότητα του πρωτογενούς, δευτερογενούς ή τριτογενούς τομέα της οικονομίας δεν μπορεί να υπάρξει σε κενό αέρος.
Από την άλλη η Ανάπτυξη, με τις οικονομικές δραστηριότητες υπονομεύει το Περιβάλλον, εξαντλώντας τα φυσικά αποθέματα και υποβαθμίζοντας τον πλούτο της γης.
Αν στις δύο αυτές όψεις, στο Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, συμπεριλάβει κανείς και τον κοινωνικό παράγοντα, ως τον τελικό αποδέκτη των προϊόντων της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ως τον αποδέκτη των αγαθών του παγκόσμιου περιβαλλοντικού συστήματος, τότε αντιλαμβάνεται γιατί Ανάπτυξη, Περιβάλλον και Κοινωνία συνιστούν τους τρεις ισοδύναμους πυλώνες της υπόθεσης της Αειφορίας.
Η παραδοχή της Αειφόρου Ανάπτυξης για το Περιβάλλον, μιας ισόρροπης ανάπτυξης δηλαδή με περιβαλλοντικά όρια και φυσικούς περιορισμούς, επανέφερε το στοίχημα της συμβατότητας μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, περιβαλλοντικής προστασίας και κοινωνικής ευημερίας, σε ρεαλιστική βάση. Επανατοποθετείται λοιπόν η δυναμική σχέση μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος και αναγορεύεται η ολιστική θεώρηση των πραγμάτων και οι ολοκληρωμένες προσεγγίσεις, ως η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για την ικανοποίηση και των τριών βασικών παραμέτρων της ζωής στη γη.
Η επίτευξη των στόχων της ισόρροπης ανάπτυξης προϋπέθεταν να καταστεί η υπόθεση της αειφορίας κεντρική σε κάθε είδους σχεδιασμό και δραστηριότητα επί γης.
Η νεοφιλελεύθερη διάψευση των προσδοκιών
Δυστυχώς, η ανθρώπινη απληστία διέψευσε την αισιοδοξία που η έννοια της αειφορίας έφερε για μια ισόρροπη ανάπτυξη που θα επέτρεπε την εντός ορίων ικανοποίηση των αναγκών όλων των ανθρώπων στη γη, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως τόσο την κοινωνική ευημερία, όσο και την περιβαλλοντική ακεραιότητα.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η απουσία αντιπάλου δέους που την ακολούθησε, επέτρεψαν στην οικονομική ολιγαρχία του πλανήτη, στους πλούσιους δηλαδή και τους δυνατούς της δύσης, να εγκαθιδρύσουν ένα νέο πρότυπο για την οικονομία και την ανάπτυξη, το οποίο ακολουθώντας τις αρχές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και με τον κωδικό «παγκοσμιοποίηση της οικονομίας», εισήγαγε έναν φρενήρη οικονομικό ανταγωνισμό και μια ιδιαίτερα επιθετική ανάπτυξη, που γρήγορα υπερέβησαν την φέρουσα ικανότητα τόσο της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, όσο και του παγκόσμιου οικοσυστήματος, διασφαλίζοντας όμως την ενίσχυση των ήδη ισχυρών και τη συνέχιση της παντοκρατορίας των λίγων.
Η νεοφιλελεύθερη ύβρις απέναντι στη φύση, οδήγησε στη σημερινή τριπλή κρίση:
1. Οικονομική, με χαρακτηριστικά την ύφεση της οικονομίας,
2. Κοινωνική, με τη φτώχεια και τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες και
3. Οικολογική, εξαντλώντας τα αποθέματα της γης και διαταράσσοντας την παγκόσμια οικολογική ισορροπία, με κορυφαίο παράδειγμα την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή.
Υπονομεύοντας έτσι όχι μόνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενιών να ικανοποιήσουν, μέσω της ανάπτυξης, τις δικές τους ανάγκες, αλλά θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο ακόμη και τη σημερινή επιβίωση των κατοίκων των πλέον αδύναμων κρίκων της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής αλυσίδας.
Έτσι, σήμερα, σε μια εποχή πολύπλευρης κρίσης, έχοντας δηλαδή αποτύχει τόσο στο σκέλος της οικονομικής, όσο όμως και σε εκείνα της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής ανάπτυξης, η παραδοχή της αειφορίας φαίνεται να είναι πλέον αδύναμη να ανταποκριθεί. Κι αυτό γιατί θέτοντας περιβαλλοντικά όρια και περιορισμούς στην οικονομική ανάπτυξη, η αειφορική ανάπτυξη αποδεικνύεται «λιγότερη» ανάπτυξη, αδυνατώντας έτσι να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα της εποχής, την ύφεση της οικονομίας, τη φτώχεια, την ανεργία και τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες στον πλανήτη, που αναζητούν άμεσες διεξόδους και λύσεις.
Η «πράσινη» μεταρρύθμιση της Οικονομίας
Η ανθρώπινη ευφυΐα αναζητεί σήμερα, στο πρότυπο του αρχαιοελληνικού μέτρου, ένα πολιτικό σύστημα που να υπηρετεί ισόρροπα την επιδίωξη της οικονομικής, της περιβαλλοντικής και της κοινωνικής ανάπτυξης.
Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο, για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σημερινής εποχής και να δίνει λύση στα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικό, οικολογικά εφικτό και κοινωνικά δίκαιο.
Το αειφορικό μοντέλο με τους όρους και τους περιορισμούς που θέτει στην οικονομική ανάπτυξη, απέτυχε να απαντήσει στις ισχυρά ανταγωνιστικές συνθήκες και στην ανάγκη για διαρκή μεγέθυνση της οικονομίας που επέβαλε στον πλανήτη το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της παγκοσμιοποίησης. Ως ήπιο μοντέλο «λιγότερης» ανάπτυξης όμως, αποτυγχάνει και σήμερα να δώσει διέξοδο στα προβλήματα της ύφεσης της οικονομίας, τα οποία αναζητούν άμεσες αναπτυξιακές διεξόδους. Το ζήτημα λοιπόν των φραγμών στην οικονομική ανάπτυξη που έθεταν οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί στο μοντέλο της αειφορίας πρέπει να αναθεωρηθεί.
Το νέο πρότυπο για την ανάπτυξη, προκειμένου να υπηρετεί ταυτόχρονα με την οικονομία και την υπόθεση της διατήρησης της περιβαλλοντικής ισορροπίας, θα πρέπει να μη χρησιμοποιεί τις περιβαλλοντικές παραμέτρους ως περιορισμούς, αλλά αντίθετα, να τις ενσωματώνει στους αναπτυξιακούς στόχους.
Η αναθεώρηση του αειφορικού μοντέλου σε αυτή τη βάση και η ιδέα της ένταξης των περιβαλλοντικών παραμέτρων στους στόχους της οικονομικής πολιτικής, οδήγησε σε μια πιο εξελιγμένη παραδοχή μιας «πράσινης», όπως γι αυτόν ακριβώς το λόγο ονομάστηκε, ανάπτυξης.
Στη νέα, «πράσινη» εκδοχή της ισόρροπης ανάπτυξης, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις από περιορισμοί, λειτουργούν πλέον ως κίνητρα για την ανάπτυξη.
Η «πράσινη» ανάπτυξη και οι «πράσινες» οικονομικές δραστηριότητες, ενσωματώνοντας πλήρως τις περιβαλλοντικές παραμέτρους στους οικονομικούς στόχους, λειτουργούν αφ΄ εαυτών ως κίνητρα οικολογικής συμπεριφοράς. Η αξιοποίηση «πράσινων» επιχειρηματικών και οικονομικών δραστηριοτήτων, συμβατών με το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον, αποδίδει για πρώτη φορά αναπτυξιακό χαρακτήρα στους περιβαλλοντικούς στόχους, δίνοντας με τον τρόπο αυτόν νέες διεξόδους τόσο στο πρόβλημα της ύφεσης της οικονομίας, όσο και σε εκείνο της ανεργίας και της απασχόλησης.
Η στροφή στην αξιοποίηση των τοπικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων κάθε τόπου, επαναφέρει την οικονομική ανάπτυξη εντός πλαισίου συμβατότητας με τις τοπικές κλιματικές, μετεωρολογικές, γεωμορφολογικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες και αποκαθιστά την «ύβρη» της υπέρβασης της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων στο όνομα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
Η στροφή στην αξιοποίηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), των λεγόμενων και «καθαρών» μορφών ενέργειας, όπως είναι η ηλιακή, η αιολική, η κυματική και η γεωθερμική, η στροφή στη βιολογική γεωργία και την παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων με ονομασία προέλευσης, συμβατών με τις εκάστοτε τοπικές συνθήκες, καθώς και ο σχεδιασμός ενεργειακών κτιρίων, η στροφή στον οικοτουρισμό και τον αγροτουρισμό, όπως και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνδέονται με τις σύγχρονες τεχνολογίες επεξεργασίας, διαχείρισης και ανακύκλωσης αποβλήτων και απορριμμάτων, αποτελούν παραδείγματα «πράσινων» οικονομικών δραστηριοτήτων που, ενώ είναι απόλυτα συμβατές με τη φέρουσα ικανότητα των περιβαλλοντικών συστημάτων, δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε «λιγότερη» ανάπτυξη.
Κεντρική ιδέα στην «πράσινη» ανάπτυξη είναι ότι το επιχειρηματικό κέρδος πρέπει να αποσυνδεθεί από την υποβάθμιση, την εξάντληση και την καταστροφή των δημόσιων αγαθών. Έτσι η καταστροφή των δασών, η εξάντληση των νερών, η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η υποβάθμιση των ακτών και των λοιπών δημοσίων χώρων, δεν μπορεί να μην επηρεάζουν τα δημόσια οικονομικά των αντίστοιχων κρατών. Η ένταξη των δημόσιων αγαθών με θετικό πρόσημο και των φυσικών καταστροφών με αρνητικό στους οικονομικούς δείκτες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ανοίγει μια νέα εποχή «πράσινων» λογαριασμών και «πράσινων» φόρων, επιχορηγήσεων και επιδοτήσεων, με τη μορφή οικονομικών κινήτρων οικολογικής δράσης ή και αντικινήτρων για την αποφυγή εχθρικής προς το περιβάλλον συμπεριφοράς.
Έτσι, στην προοπτική της «πράσινης» ανάπτυξης οι δασικές πυρκαγιές και οι λοιπές φυσικές καταστροφές εισάγονται ως ζημία στο εθνικό κεφάλαιο, ενώ η προστασία της φύσης και η αποκατάσταση των φυσικών καταστροφών, όπως και οι επενδύσεις στο φυσικό περιβάλλον, εισάγονται με θετικό πρόσημο στα οικονομικά μεγέθη και τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Αν όμως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, αναμένεται με ενδιαφέρον το υπόλοιπο μισό της «πράσινης» μεταρρύθμισης της οικονομίας. Που ασφαλώς και θα εξελιχθεί στο πεδίο της σύγκρουσης με τα οικονομικά συμφέροντα που κερδίζουν καταναλώνοντας δημόσια αγαθά και υποβαθμίζοντας, χωρίς κανένα κόστος, το περιβάλλον.
Μένει λοιπόν να αποδειχτεί αν το συλλογικό ένστικτο αυτοσυντήρησης της ανθρωπότητας είναι ισχυρότερο από την ανθρώπινη απληστία...
* ο Γιάννης Α. Μυλόπουλους είναι καθηγητής και πρόεδρος Αττικό Μετρό ΑΕ
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ