16 Αυγούστου 2017 ♦ Μια ακόμη επιστημονική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένα ποτήρι κρασί ή μπίρα τη μέρα μπορεί να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, ενώ επιβεβαίωσε ότι η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, επιβαρύνοντας σοβαρά την υγεία.
Η κινεζο-αμερικανική μελέτη δείχνει ότι η ελαφριά έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να μειώσει τη θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία και ειδικότερα την καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Αντίθετα η μεγάλη και συχνή κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να αυξήσει σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου από κάθε αιτία και ειδικότερα από καρκίνο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή επιδημιολογίας Μπο Σι της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Σαντόνγκ της Κίνας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 333.000 άτομα, οι οποίοι χωρίσθηκαν σε έξι κατηγορίες ανάλογα με την κατανάλωση του αλκοόλ. Ως ελαφριά ορίσθηκε η κατανάλωση το πολύ τριών ποτών την εβδομάδα και ως μέτρια η κατανάλωση τριών έως 14 ποτών την εβδομάδα για τους άνδρες και τριών έως επτά για τις γυναίκες.
Στη διάρκεια των 12 ετών της μελέτης, 34.754 άτομα πέθαναν από διάφορες αιτίες, από τους οποίους σχεδόν 9.000 από καρδιαγγειακά αίτια και σχεδόν 8.500 από καρκίνο.
Διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες γεροί πότες (αλλά όχι οι γυναίκες) είχαν κατά μέσο όρο 25% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και 67% ειδικότερα από καρκίνο. Η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ σχετιζόταν με 13% μειωμένη θνησιμότητα από κάθε αιτία στους άνδρες και 25% στις γυναίκες, ενώ ο κίνδυνος θανάτου ειδικότερα από καρδιαγγειακές αιτίες ήταν κατά 21% μειωμένος στους άνδρες και 34% στις γυναίκες. Παρόμοια ήταν η μείωση κινδύνου για όσους έκαναν ελαφριά κατανάλωση αλκοόλ.
Οι επιστήμονες δεν είναι βέβαιοι για ποιo λόγο η μετρημένη κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να έχει προστατευτική δράση. Πιθανώς βελτιώνει την υγεία των αιμοφόρων αγγείων, μειώνοντας τη φλεγμονή τους και αποτρέποντας τον σχηματισμό θρόμβων στο εσωτερικό τους, ενώ παράλληλα μπορεί να αυξάνει το επίπεδο της «καλής» χοληστερίνης και των αντιοξειδωτικών ουσιών.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση εδώ.
Παύλος Δρακόπουλος
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ