17 Μαϊου 2017 ♦ Ο κίνδυνος να πάθει κανείς έμφραγμα είναι κατά 17 φορές αυξημένος, μέσα στην πρώτη εβδομάδα μετά από μία αναπνευστική λοίμωξη, όπως πνευμονία, γρίπη ή βρογχίτιδα, σύμφωνα με μια νέα αυστραλιανή επιστημονική έρευνα.
Είναι η πρώτη μελέτη που επιβεβαιώνει, μέσω στεφανιογραφίας, ότι μία αναπνευστική λοίμωξη του κατώτερου, αλλά και του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, μπορεί να πυροδοτήσει έμφραγμα.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, με επικεφαλής τον καθηγητή καρδιολογίας Τζιόφρι Τόφλερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Internal Medicine Journal", μελέτησαν 578 ασθενείς που είχαν πάθει έμφραγμα λόγω στένωσης της στεφανιαίας αρτηρίας.
Το 17% των ασθενών είχαν πάθει κάποια αναπνευστική λοίμωξη την προηγούμενη από το έμφραγμα εβδομάδα, ενώ το 21% τον προηγούμενο μήνα.
«Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο κίνδυνος για έμφραγμα δεν είναι κατ' ανάγκη αυξημένος στην αρχή των συμπτωμάτων της αναπνευστικής λοίμωξης, αλλά κορυφώνεται μέσα στις πρώτες επτά μέρες και βαθμιαία μειώνεται, αλλά παραμένει αυξημένος επί ένα μήνα» δήλωσε ο Τόφλερ.
Για όσους ασθενείς είχαν αναφέρει πιο ήπια συμπτώματα του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, όπως σε περίπτωση κοινού κρυολογήματος, φαρυγγίτιδας και ρινίτιδας, ο κίνδυνος εμφράγματος είναι επίσης αυξημένος, αλλά σε μικρότερο βαθμό (13 φορές μέσα στην πρώτη εβδομάδα της λοίμωξης).
«Οι πιθανοί λόγοι γιατί οι αναπνευστικές λοιμώξεις μπορούν να πυροδοτήσουν έμφραγμα, περιλαμβάνουν την αυξημένη τάση για θρόμβωση, τη φλεγμονή, τις τοξίνες που βλάπτουν τα αιμοφόρα αγγεία, καθώς και τις μεταβολές στην κυκλοφορία του αίματος» δήλωσε ο Τόφλερ.
«Το μήνυμά μας στους ανθρώπους είναι ότι ενώ ο απόλυτος κίνδυνος να πάθει κανείς έμφραγμα λόγω λοίμωξης του αναπνευστικού είναι μικρός, πρέπει να έχουν επίγνωση ότι αυτό μπορεί όντως να συμβεί. Έτσι, πρέπει να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, όπως να μειώνουν την πιθανή έκθεσή τους σε μια λοίμωξη, καθώς και να μην αγνοούν τυχόν συμπτώματα που μπορεί να συνιστούν ένδειξη εμφράγματος» πρόσθεσε ο Αυστραλός καρδιολόγος.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση εδώ.
Παύλος Δρακόπουλος
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ